Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είναι όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το μαθε, γιατί δεν το πα σε κανένα
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μα αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συγχωρέσει
(Μαραμπού, Μαραμπού, εκδόσεις άγρα, σσ. 9-13)
Είναι δύσκολο να κάνεις ένα αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία, γιατί όσα και να πει κανείς για την ποίηση, τα πεζά και την προσωπικότητά του είναι λίγα και πάντα υπάρχουν πράγματα που πρέπει να προστεθούν. Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο θα γίνει προσπάθεια να συγκεντρωθούν τα πιο βασικά και αντιπροσωπευτικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο αυτού του ανθρώπου με την έντονη προσωπικότητα και τον γοητευτικά περίεργο χαρακτήρα.
Στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, ο ποιητής έρχεται στον κόσμο από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία από το Φισκάρδο και τη Δωροθέα Αγγελάτου από την Άσσο. Στην ίδια μικρή κινεζική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά, η Τζένια και ο Μίκας. Ο πατέρας του διατηρεί ένα εύρωστο γραφείο γενικού εμπορίου.
Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους. Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, όπου νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι με περιβόλι στο δρόμο της Λάσσης και γράψανε τα δυο μεγαλύτερα παιδιά στο Νηπιαγωγείο της σχολής της Ελένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγείο αι Μούσαι». Στη συνέχεια ο πατέρας του επέστρεψε στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία. Τα μικρά έμειναν στο ανύποπτο ως τότε και ήσυχο Αργοστόλι, που άρχιζε να το τραντάζει ο απόηχος του πολέμου. Υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι, συμμαχικός στρατός, Άγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι. Τα παιδιά της οικογένειας βρίσκονταν κάθε απόγευμα με τη νταντά στην πλατεία. Ο Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατά τη συνήθειά του για να κάνει φιλίες με τους στρατιώτες του συμμαχικού στρατού, κατά προτίμηση Σενεγαλέζους, που τον εντυπωσίαζαν με το χρώμα και το μπόι τους, καθώς τον σήκωναν ψηλά με τα χέρια τους και του χαρίζανε ταινίες από τα καπέλα τους και άλλα αντικείμενα. Το 1917 ο πατέρας καταστρέφεται οικονομικά και κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση φυλακίζεται. Τελικά, γυρίζει πίσω στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και αποκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα. Η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί και τελικό της λιμάνι είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921, όταν ο Νίκος είναι μόλις 11 ετών.
Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Ο μικρός Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό και είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και άλλα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα που ήταν ουσιαστικά ο πρώτος του δάσκαλος. Έγραφε στη Διάπλαση των παίδων με το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής». Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει δειλά να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Τότε, πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Όμως, εξακολουθεί να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928 ο Καββαδίας βγάζει το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτόπαις». Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του.
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά
(Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, Μαραμπού, εκδόσεις Άγρα, σσ. 20-22.)
Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος…
«Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει» (Θεσσαλονίκη ΙΙ)
Το 1934 η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή αυτή περιγράφεται ως ένας απλός άνθρωπος, λιγομίλητος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ και αγαπητός στους πάντες.
Η ανέχεια τον κάνει ν’ αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού.
«Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει» («Του πολέμου», Του πολέμου – Στο άλογό μου, εκδόσεις Άγρα, σελ.9.)
«Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβούμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω»
(«Στο άλογό μου», Του πολέμου – Στο άλογό μου, εκδόσεις Άγρα, σελ. 35.)
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατώτερης τάξης και στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία. Ως ασυρματιστής πλέον, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Γύρισε από τους τελευταίους με τα πόδια, ταλαιπωρημένος, αδύνατος. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε. Θα γράψει στην Κατοχή τα ποιήματα «Αθήνα 1943» και «Αντίσταση». Στη συνέχεια θα γράψει για τους «Σπουδαστές», τον Λόρκα και τον Γκεβάρα. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο. Από το 1954 μέχρι και το 1974 ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Αυτή την περίοδο, τα πιο τραγικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού το 1957 και της μητέρας του το 1965. Η κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά, το 1959, η επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι», το 1961, από τις εκδόσεις Γαλαξίας και η γέννηση του Φιλίππου, γιου της ανιψιάς του Έλγκας, το 1966, έρχονται να αντισταθμίσουν κάπως το χαμό των αγαπημένων του προσώπων.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Δεν πρόλαβε να ταξιδέψει με το καράβι «Μαραμπού» του Γιώργου Δαλακούρα. Οι τελευταίες και μοναδικές λέξεις που είπε στην αδερφή του ήταν: «Αυτό που φοβόμουν έγινε». Και δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά το να πεθάνει στη στεριά, ενώ πάντα ήθελε να πεθάνει και να ταφεί στη θάλασσα.
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Κι εγώ, που επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες
(Mal du depart, Μαραμπού, εκδόσεις Άγρα, σσ. 41-42.)
Ο Νίκος Καββαδίας έγραψε βιωματική ποίηση. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, (William George Allum, Ο πιλότος Νάγκελ, Ο πλοίαρχος Φλέτσερ), τους έρωτες (Μαραμπού, Gabrielle Didot, A bord de l’ «Aspasia»), τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια (Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, Μαύρη λίστα) και στη θάλασσα (Σταυρός του Νότου, Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου) και αφηγείται πολλές ναυτικές ιστορίες (Βάρδια, Kuro Siwo, Αρμίδα). Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι αυτή των καραβιών, με κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλονιάς να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο Ερωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας τη σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Παρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
(Γυναίκα, Τραβέρσο, εκδόσεις Άγρα, σσ. 15-16.)
Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά.*
-Μαραμπού, 1933, Ποιήματα
-Πούσι, 1947, Ποιήματα
-Τραβέρσο, 1975, Ποιήματα
-Βάρδια, 1954, Μυθιστόρημα
-Λι, Στο Άλογό Μου, Του Πολέμου, 1987, Μικρά πεζά
-Tο ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα.
Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, κι η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές. Είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός των συνθετών που μελοποίησαν τα ποιήματα του Καββαδία και των ερμηνευτών που τα τραγούδησαν. Εντύπωση μας κάνει επίσης η μακροβιότητα και η διαχρονικότητα της ποίησής του. Παρόλο που έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από το θάνατό του, συνεχίζει η ποίησή του να απευθύνεται όχι μόνο στους ναυτικούς, αλλά να μιλά στην καρδιά της νεολαίας, καθώς είναι ο υμνητής της θάλασσας, των μακρινών ταξιδιών και των εξωτικών κόσμων που δε συμβιβάζεται με τη σιγουριά και τη μονοτονία της στεριάς, αλλά επαναστατεί, θέλει να βρίσκεται πάντα μέσα στην περιπέτεια της θάλασσας και παρασέρνει κι εμάς σε αυτή.
Η στιγμή της βάρδιας, της έμπνευσης και της δημιουργίας
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκι
(Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, Μαραμπού, εκδόσεις Άγρα, σσ.20-22.)
Πηγές – Βιβλιογραφία:
1. Τζένια Καββαδία, «Σύντομο βιογραφικό – Τα πρώτα χρόνια», Του πολέμου – Στο άλογό μου, εκδόσεις Άγρα.
2. Μήτσος Κασόλας, Νίκος Καββαδίας Γυναίκα – Θάλασσα – Ζωή, εκδόσεις Καστανιώτη.
3. www.geocities.com
Κείμενα – Παρουσίαση: Χαρά Γρ. Καλογηράτου
Φιλόλογος