Η Πρωτομαγιά είναι η εορτή της φύσης, μια μέρα αφιερωμένη στο μεγαλείο και την ομορφιά της. Ο κόσμος ξεχύνεται στους γύρω από την πόλη τόπους, μπλέκεται με άνθη, φτιάνει στεφάνια με αυτά, κόβει μαγιόξυλα, διασκεδάζει σε τραπέζια με φόντο το φυσικό τοπίο, μακριά από τους τέσσερις τοίχους της καθημερινότητας. Το έθιμο αυτό δεν είναι μοναχά θρησκευτικό, αλλά περισσότερο παγανιστικό. Βέβαια, η θρησκεία το διατήρησε και η λαϊκή ψυχή το αφομοίωσε.

Πολύ πριν από τα χρόνια του Χριστού, οι αρχαίοι Έλληνες στο τέλος του χειμώνα μόλις η φύση αρχίναγε να λουλουδίζει, γιόρταζαν τα ανθεστήρια. Ήτανε η υποδοχή στη νέα εποχή που ερχότανε. Αργότερα προστεθήκανε τα Ανθεφόρια, με στεφανώματα από στεφάνια λουλουδιών και εκδηλώσεις σε ανάμνηση της Περσεφόνης και του Πλούτωνα.
Ακόμα και οι Ρωμαίοι είχαν την δικιά τους θεότητα της βλάστησης, τη Flora, που τη γιορτάζανε με επισκέψεις και γλέντια στην εξοχή, μεταξύ 28 Απριλίου και 2 Μαΐου.
Σε αυτήν την ημερομηνία έτυχε να συμπέσει και η εργατική γιορτή, τα γεγονότα του Σικάγο, που καθιέρωσαν την ημέρα ως αργία των εργαζομένων, και οδήγησαν σε αλλαγές στο καθεστώς εργασίας προς όφελος όσων μέχρι τότε εργάζονταν ατελείωτες ώρες.
Στην Κεφαλονιά η έννοια της Πρωτομαγιάς συνδέεται άμεσα με τη διεξαγωγή ενός μεγάλου λαϊκού πανηγυριού. Η εορτή σχετίζεται περισσότερο με τα Ανθεσφόρια και τα Floralia παρά με τους εργατικούς αγώνες και το Σικάγο. Ήταν η γιορτή της άνοιξης, που γιόρταζαν μαζί εργοδότης και εργαζόμενος. Μάλιστα, επειδή συνήθως συμπίπτει να γιορτάζεται ελάχιστα μετά το Πάσχα ήταν ευκαιρία να τσουγκρίσουν τα εναπομείναντα αυγά και να επιδοθούν σε κρασοποσία, αλλά και ένα μεγάλο τσιμπούσι.
Στο Αργοστόλι ο τόπος συνάντησης στην προ αυτοκινήτου εποχή ήταν η ράχη της Παναγίας των Μηνιατάτων. Ο κόσμος, άντρες, γυναίκες και κυρίως παιδιά, συνέρεε κουβαλώντας τους απαραίτητους μεζέδες, σε μια πομπή που με τραγούδια και όργανα πήγαινε να χαιρετήσει τη φύση.
Ο χορός άναβε τα αίματα, τα αστεία γινόντανε πιο έντονα και τα λογοπαίγνια πιο τολμηρά. Η Άνοιξη βασίλισσα είχε κυριεύσει τις αισθήσεις και τα αισθητήρια. Αγόρια και κορίτσια, λεύτερα και ξαναμμένα από τη ζέστη και τους πόθους ξεχύνονταν να μάσουν το Μάη. Φυσικά και υπήρχε ανταγωνισμός για το ωραιότερο στεφάνι, με απαραίτητο συστατικό λιόκλαδα, στάχυα και αμπελοκότσανα. Η μουσική ήταν στο φόρτε της, ενώ οι ροκέτες και τα βαρελότα που είχαν απομείνει από την Ανάσταση ήταν ευκαιρία να ξοδευτούν.
Άλλα μέρη στα οποία ξεχυνόταν ο κόσμος αυτή την ημέρα ήταν το Σπήλαιο και ο Πλατύς γιαλός. Οι φιλαρμονικές σχολές απαραίτητο συμπλήρωμα σε κάθε εκδήλωση, έπαιζαν τραγούδια της χαράς και το πλήθος ξέφρενο γιόρταζε τον Βάκχο. Κατά το μεσημέρι ο περισσότερος κόσμος έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, ενώ λίγοι ήταν αυτοί που παρέμεναν μέχρι αργά το απόγευμα.
Όλα αυτά αποτελούν σήμερα μια γλυκιά ανάμνηση του παρελθόντος. Και η αναβίωσή τους δείχνει μακρινή, αν και περισσότερο από ποτέ ο άνθρωπος και δη ο Κεφαλονίτης, πνεύμα ανήσυχο, δραστήριο και δημιουργικό, έχει την ανάγκη της εξόδου από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και του συνηθισμένου.
Κείμενα – Παρουσίαση: Αγελοδιονύσης Α. Δεμπόνος