Με τη λέξη τσαγκάρης, εννοούμε τον τεχνίτη ο οποίος επιδιορθώνει τα παπούτσια που έχουν χαλάσει. Πριν χρόνια όμως, εννοούσαμε αυτόν που έφτιαχνε τα παπούτσια. Σήμερα, τα παπούτσια τα φτιάχνουν οι μεγάλες βιομηχανίες και μάλιστα έχουνε τέτοια ποιότητα και ποικιλία που δυσκολεύεται κανείς να επιλέξει τι να πρωτοαγοράσει. Το σίγουρο είναι πως καλύπτουν όλα τα γούστα!!!
Παλιά, το τσαγκάρικο ήταν ένας χώρος που μέσα περιείχε τον πάγκο του τσαγκάρη και πάνω σε αυτόν τα σύνεργά του. Καθισμένος πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα κοντά στον πάγκο, φορώντας τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του, σκυμμένος από το πρωί έως το βράδυ και με κάποιο εργαλείο στο χέρι του, δούλευε για το μεροκάματο. Εκεί περίμενε τους πελάτες του και τους άκουγε προσεκτικά για να τους εξυπηρετήσει. Γιομάτος ήταν πάντοτε ο χώρος του τσαγκαριού από τα κατάλληλα εργαλεία και τα αντικείμενα, που «συνεργάζονταν» με το μυαλό και τα χέρια και «γεννούσαν» το παπούτσι. Καλαπόδια, τρίποδο σίδερο και μονοσίδερο, σφυριά και τανάλιες μικρές και μεγάλες, φαλτσέτες, λίμες και ακόνι, μαστέλα και μηχανή ραψίματος, ήταν ένα μέρος από τα εργαλεία του τσαγκαριού. Επίσης, σπάγκοι κερωμένοι, τρυπητήρια, καρφιά πολλών ειδών και μια ατμόσφαιρα που μύριζε ψαρόκολλα ή βενζινόκολλα, απαραίτητες για τα κολλήματα.
Στις πόλεις υπήρχαν και μεγάλα τσαγκάρικα, που μέσα σε αυτά δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες. Ένα τέτοιο ήταν και του Γεράσιμου Νικολάου Τρεμουντάνη.
Ο Γεράσιμος Τρεμουντάνης γεννήθηκε στα Ζερβάτα το 1916 και ήταν γιος του Νικόλαου, ο οποίος είχε προσεισμικά και μετά το σεισμό, τσαγκάρικο στη Σάμη. Ο Γεράσιμος μετά το ελληνικό δημοτικό σχολείο στο χωριό του, κατέβαινε στη Σάμη για να συνεχίσει τη μαθητική του πορεία στο γυμνάσιο. Έδειξε μια ιδιαίτερη κλίση στην μηχανική, καθώς του άρεσαν τα μαθηματικά. Στον ελεύθερο χρόνο του εργαζόταν στο τσαγκάρικο του πατέρα του και έτσι έμαθε την τέχνη αρκετά καλά.
Αναζήτησε όμως πάνω στην εργασία αυτή, του τσαγκάρη, καλύτερη προοπτική και έτσι βρέθηκε στην Αθήνα στο εργοστάσιο του Λαμπρόπουλου, όπου και τελειοποίησε τις γνώσεις του πάνω στο εργασιακό του αντικείμενο. Έφυγε από την Αθήνα για να υπηρετήσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και μετά από το πέρας αυτών ήλθε στο χωριό του και άνοιξε ένα μικρό τσαγκάρικο.

Δεν πρόφτασε να περάσει λίγος καιρός και επιστρατεύτηκε στον πόλεμο του 1940. Βρέθηκε με πολλούς Κεφαλονίτες στα βουνά της Αλβανίας, στο Αργυρόκαστρο, στο Κορώνι και στο Πετσάλι. Μετά τη διάλυση του Ελληνικού Στρατού ήλθε στην Κεφαλονιά και σε όλο το διάστημα της Κατοχής ασχολήθηκε με γεωργικές δουλειές. Πάλι στα 1949 και έως το 1951 ξαναπήγε στην Αθήνα, που δούλεψε στο γνώριμο εργασιακό στέκι του, στου Λαμπρόπουλου και στου Τζανετάτου. Ο τελευταίος είχε μεγάλο εργαστήριο και πωλήσεις υποδημάτων.
Το 1951 θα γυρίσει στο νησί μας και θα ανοίξει τσαγκάρικο στη Σάμη. Μέσα σε αυτό εργάστηκαν και άλλοι τσαγκάρηδες, καθώς και μαθητευόμενοι πάνω σε αυτό το παραδοσιακό επάγγελμα. Το τσαγκάρικό του δεχόταν παραγγελίες για κατασκευή υποδημάτων και επιδιορθώσεων. Έπρεπε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πελατών και η δουλειά απαιτούσε πολλά άτομα για να τελειώσει το παπούτσι.
Μέσα στους πολλούς πελάτες του ήταν και οι Κεφαλονίτες κινηματογραφιστές Αντώνης και Αλέκος Ζερβός, που απαιτούσαν το εμπόρευμά που αγόραζαν να έχει γίνει με σωστή δουλειά και με τη δέουσα προσοχή.
Το προσωπικό του τσαγκάρικου του Τρεμουντάνη ήταν ο Ανδρέας Τουλάτος, εξαιρετικός τεχνίτης τόσο στο καλαπόδι όσο και στο μοντάρισμα, ο οποίος δούλεψε για 17 χρόνια σε αυτό, ο Ανδρέας Λαζαρής, ο Παναγής Αμούργης, ο Θανάσης Τζανετάτος, ο Σπύρος Ρωμανός, ο Γεράσιμος Μήλας (Γρέζης) περιστασιακά, ο Σπύρος Διγαλέτος και ο Σταύρος Σπαθής. Ο καθένας είχε ειδικευτεί για κάτι πάνω στην κατασκευή του παπουτσιού και όλοι μαζί έκαναν το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό. Ο εργοδότης τσαγκάρης, Γεράσιμος Τρεμουντάνης, έλεγχε το όλο αποτέλεσμα να είναι καλό, για να το προφέρει στον πελάτη του, ο οποίος θα έφευγε ευχαριστημένος.

Η κατασκευή των παπουτσιών ήταν χειροποίητη. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα από διάφορα καταστήματα των Αθηνών ή και της Πάτρας. Τα δέρματα ήταν δυο ειδών, τα ψιλά, τα λεγόμενα φόντια που με αυτά έκαναν το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά δέρματα που έφτιαχναν τις σόλες, δηλαδή το κάτω μέρος.
Ο πελάτης πήγαινε στο τσαγκάρικο για να παραγγείλει τα παπούτσια που θα ήταν σύμφωνα με το πόδι του. Ο τσαγκάρης τον έβαζε να πατήσει πάνω σε ένα χοντρό χαρτόνι για να κάνει τη στάμπα (να του πάρει μέτρα) ή και κατευθείαν πάνω σε χοντρό πετσί για να αποτυπώσει το πέλμα του. Έπαιρνε ένα μολύβι και χάραζε το περίγραμμα του πέλματος, που θα χρησιμοποιούσε ως οδηγό (πατρόν) για την κατασκευή του παπουτσιού. Ο Τρεμουντάμης είχε ένα χοντρό τετράδιο και κρατούσε για τους πελάτες του τα μέτρα των πελμάτων τους και ήταν σίγουρος για κάθε νέα παραγγελία που του ζητούσαν.
Στην κατασκευή του παπουτσιού πρώτα έφτιαχνε το πάνω μέρος και μετά το κάτω για να μπορεί να δέσει καλά. Αρχικά έκοβε με το λεπίδι το ψιλό δέρμα, του έκανε με το σουβλί τις τρύπες και έπειτα το έραβε με σπάγκο κερωμένο και χοντρή βελόνα. Όπως ήταν, το πήγαινε πάνω στο καλαπόδι και εκεί το κάρφωνε. Ακολουθούσε το κόψιμο του χονδρού δέρματος, για τη σόλα. Βέβαια, έβρεχε προηγουμένως το δέρμα για να μαλακώσει και έπειτα το κάρφωνε με το πάνω μέρος.
Άφηνε πάνω στο καλαπόδι τα παπούτσια 3-4 μέρες για να πάρουν το σωστό σχήμα. Τα έβγαζε με πολλή προσοχή, έκανε εάν χρειαζόταν καμιά μικροεπιδιόρθωση και ήταν έτοιμα για τον πελάτη του.
Σε πολλά μέρη υπήρχαν και οι περιπλανώμενοι τσαγκάρηδες, που εφοδιασμένοι με τα εργαλεία τους σε ένα βαλιτζάκι και κρατώντας ένα μικρό πάγκο, σταματούσαν εκεί που τους έδιναν δουλειά, συνήθως για επιδιόρθωση των παπουτσιών. Επειδή τα παλιά χρόνια υπήρχαν χωματόδρομοι, οι τσαγκάρηδες για να μη χαλούν τα παπούτσια έβαζαν μικρά πεταλάκια με καρφιά σε ορισμένα μέρη τους, στη μύτη και στο τακούνι, για να προφυλάσσονται από τα κτυπήματα. Πολλές φορές μάλιστα, οι τσαγκάρηδες έφτιαχναν παπούτσια λαστιχένια με υλικό από παλιές ρόδες αυτοκινήτων.

Στη Σάμη υπήρχαν και άλλα τσαγκάρικα, όπως αυτό προσεισμικά του Γιάννη Μπελατσιώτη, του Σταύρου Χρήστου Παπαδάτου (Καπέλη), του Σπύρου Τζανετάτου και του γιου του Κώστα, του Σπυράγγελου Δρακάτου και των αδελφών Στεφανάτου (Μορδοκαίοι).Το τσαγκαριό ο Γεράσιμος Τρεμουντάνης το έκλεισε γύρω στο 1974, όταν και πήγε στην Αθήνα κάνοντας διάφορες εργασίες. Εκεί τελικά συνταξιοδοτήθηκε. Σήμερα ζει στη Σάμη καλοστεκούμενος και χαμογελαστός κουβαλώντας τις καλές αναμνήσεις για το τσαγκάρικό του.Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής των παπουτσιών. Χάθηκε… Η μεγάλη ζήτηση δημιούργησε τη βιομηχανοποίηση, όπως έγινε και σε άλλους τομείς. Έτσι έχουμε παπούτσια κομψά και όμορφα, αλλά όχι και τόσο ανθεκτικά.Οι παλιοί τσαγκάρηδες χάθηκαν και όσοι έμειναν, συνεχίζουν να εργάζονται διαφορετικά. Κάνουν μόνο κάποιες επιδιορθώσεις ή κατασκευάζουν λαστιχένια παπούτσια. Πλέον τους συναντά κανείς, αποκλειστικά ως είδος πολυτελείας, στις μεγαλουπόλεις όλου του κόσμου, σε καταστήματα κατασκευής υποδημάτων που απευθύνονται σε ελάχιστους, λόγω του υψηλού κατασκευαστικού κόστους. Το επάγγελμα του τσαγκάρη με την παλιά του διάσταση έχει από χρόνια περάσει στο μουσειακό χώρο, όπως και τόσα άλλα.