Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Δίσεκτα έτη: Πώς προέκυψαν και γιατί τα χρειαζόμαστε
Το 2024 είναι δίσεκτο έτος, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουμε μια επιπλέον ημέρα φέτος. Αλλά γιατί χρειαζόμαστε αυτά τα παρατεταμένα έτη και πώς αυτά προέκυψαν;
Τα δίσεκτα έτη είναι έτη με 366 ημερολογιακές ημέρες αντί για τις κανονικές 365. Πέφτουν κάθε τέταρτο έτος στο Γρηγοριανό ημερολόγιο – το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται στον περισσότερο κόσμο. Η επιπλέον ημέρα είναι η 29η Φεβρουαρίου, η οποία δεν υπάρχει στα μη δίσεκτα έτη. Κάθε έτος που διαιρείται με το τέσσερα, όπως το 2020 και το 2024, είναι δίσεκτο έτος, εκτός από ορισμένα έτη εκατονταετηρίδας ή έτη που τελειώνουν σε 00, όπως το 1900. (Θα εξηγήσουμε το γιατί παρακάτω).
Ο όρος δίσεκτο (δις + έκτο) προέρχεται από το υστερολατινικό bisextus, επειδή επαναλαμβανόταν δύο φορές η έκτη ημέρα πριν τις καλένδες του Μαρτίου.
Όπως αναφέρει το livescience.com, άλλα ημερολόγια, όπως το εβραϊκό, το ισλαμικό, το κινεζικό και το αιθιοπικό, έχουν επίσης εκδοχές δίσεκτων ετών, αλλά δεν προκύπτουν όλα κάθε τέσσερα χρόνια και συχνά συμβαίνουν σε διαφορετικά έτη από εκείνα του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Γιατί χρειαζόμαστε τα δίσεκτα έτη;
Εκ πρώτης όψεως, όλο αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ανόητη ιδέα. Αλλά τα δίσεκτα έτη είναι πολύ σημαντικά και χωρίς αυτά οι χρονιές μας θα έμοιαζαν τελικά πολύ διαφορετικές.
Τα δίσεκτα έτη υπάρχουν επειδή ένα απλό έτος στο Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι ελαφρώς μικρότερο από ένα ηλιακό ή τροπικό έτος – το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον ήλιο. Ένα ημερολογιακό έτος διαρκεί ακριβώς 365 ημέρες, αλλά ένα ηλιακό έτος διαρκεί περίπου 365,24 ημέρες ή 365 ημέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα.
Αν δεν λαμβάναμε υπόψη αυτή τη διαφορά, τότε για κάθε χρόνο που περνάει το χάσμα μεταξύ της έναρξης ενός ημερολογιακού έτους και ενός ηλιακού έτους θα διευρυνόταν κατά 5 ώρες, 48 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό θα μετατόπιζε το χρονοδιάγραμμα των εποχών. Για παράδειγμα, αν σταματούσαμε να χρησιμοποιούμε δίσεκτα έτη, τότε σε περίπου 700 χρόνια το καλοκαίρι στο βόρειο ημισφαίριο θα άρχιζε τον Δεκέμβριο αντί για τον Ιούνιο.
Η προσθήκη μίας επιπλέον ημέρας κάθε τέταρτο έτος εξαλείφει σε μεγάλο βαθμό αυτό το πρόβλημα, επειδή η διάρκεια της ημέρας αυτής ισοφαρίζει περίπου τη διαφορά που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών.
Ωστόσο, το σύστημα δεν είναι τέλειο: Κερδίζουμε περίπου 44 επιπλέον λεπτά κάθε τέσσερα χρόνια, ή μια ημέρα κάθε 129 χρόνια. Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα, παραλείπουμε τα δίσεκτα έτη σε κάθε εκατονταετηρίδα, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με το 400, όπως το 1600 και το 2000. Αλλά ακόμη και τότε, εξακολουθεί να υπάρχει μια ελάχιστη διαφορά μεταξύ ημερολογιακών και ηλιακών ετών, γι’ αυτό και το Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών πειραματίζεται με «δίσεκτα δευτερόλεπτα», τα οποία όμως θα καταργήσει από το 2035 και μετά.
Στην ουσία, πάντως, τα δίσεκτα έτη σημαίνουν ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο παραμένει συγχρονισμένο με το ταξίδι μας γύρω από τον ήλιο.
Η ιστορία των δίσεκτων ετών
Η ιδέα των δίσεκτων ετών χρονολογείται από το 45 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας καθιέρωσε το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο αποτελούνταν από 365 ημέρες χωρισμένες στους 12 μήνες που εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε στο Γρηγοριανό ημερολόγιο (ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ονομάστηκαν αρχικά Quintilis και Sextilis αντίστοιχα, αλλά αργότερα μετονομάστηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον διάδοχό του Αύγουστο).
Το Ιουλιανό ημερολόγιο περιελάμβανε δίσεκτα έτη κάθε τέσσερα χρόνια χωρίς εξαίρεση και ήταν συγχρονισμένο με τις εποχές της Γης χάρη στο «ultimus annus confusionis» (τελευταίο έτος σύγχυσης), το 46 π.Χ., το οποίο περιελάμβανε 15 μήνες συνολικής διάρκειας 445 ημερών.
Για αιώνες, φαινόταν ότι το Ιουλιανό ημερολόγιο λειτουργούσε τέλεια. Αλλά στα μέσα του 16ου αιώνα, οι αστρονόμοι παρατήρησαν ότι οι εποχές άρχιζαν περίπου 10 ημέρες νωρίτερα από το αναμενόμενο, όταν σημαντικές γιορτές, όπως το Πάσχα, δεν ταίριαζαν πλέον με συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η εαρινή ή ανοιξιάτικη ισημερία.
Για να το διορθώσει αυτό, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ εισήγαγε το 1582 το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο είναι το ίδιο με το Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλά με την προσθήκη των δίσεκτων ετών.
Για αιώνες, το Γρηγοριανό ημερολόγιο χρησιμοποιούνταν μόνο από καθολικές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά τελικά υιοθετήθηκε από προτεσταντικές χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία το 1752, όταν τα έτη τους άρχισαν να αποκλίνουν σημαντικά από τα έτη των καθολικών χωρών. Η Ελλάδα ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, το 1923.
Λόγω της απόκλισης μεταξύ των ημερολογίων, οι χώρες που αργότερα πέρασαν στο Γρηγοριανό ημερολόγιο έπρεπε να παραλείπουν ημέρες για να συγχρονιστούν με τον υπόλοιπο κόσμο. Για παράδειγμα, όταν η Βρετανία άλλαξε ημερολόγιο το 1752, μετά τις 2 Σεπτεμβρίου ακολούθησε η 14η Σεπτεμβρίου.
Κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, το Γρηγοριανό ημερολόγιο μπορεί να χρειαστεί να επανεκτιμηθεί καθώς ξεφεύγει από τον συγχρονισμό με τα ηλιακά έτη. Αλλά θα χρειαστούν χιλιάδες χρόνια για να συμβεί αυτό.
Πηγή: www.cnn.gr