Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Disclaimer: Η σειρά του Αλφόνσο Κουαρόν είναι εθιστική αλλά κουραστική
Disclaimer | Η σειρά τoυ Apple TV+ με την υπογραφή του μετρ Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια εθιστική άσκηση χρυσής μετριότητας κομμένη και ραμμένη για την εποχή του streaming
Ποιος να μας έλεγε πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια ότι θα ερχόταν μια ημέρα που ένα χαλαρό βράδυ καθημερινής θα πατούσες το κουμπί της τηλεόρασης και θα είχες να επιλέξεις μεταξύ σειρών με την υπογραφή των μεγαλύτερων μετρ του κινηματογράφου; Ποιος να μας έλεγε ότι μια σειρά σε σενάριο και σκηνοθεσία Αλφόνσο Κουαρόν με πρωταγωνιστές την Κέιτ Μπλάνσετ, τον Κέβιν Κλάιν και τον Σάσα Μπάρον Κοέν θα ήταν απλώς μια ακόμη εγγραφή σε ένα τηλεοπτικό μενού απ’ όπου παρελαύνει η αφρόκρεμα της έβδομης τέχνης;
Και όμως αυτές τις μέρες ζούμε και βλέπουμε τηλεόραση, αυτός είναι ο κόσμος του streaming και από τότε που ο Μάρτιν Σκορσέζε έσπασε για τα καλά τον πάγο με τις πλατφόρμες φέρνοντας τον «Ιρλανδό» του στο Netflix, οι τελευταίοι αμετανόητοι πιουρίστες έχασαν τα τελευταία τους επιχειρήματα ενώ όλοι οι υπόλοιποι υπέκυψαν στη γοητεία ενός νέου πεδίου άσκησης των κινηματογραφικών προδιαγραφών τους.
Μια τέτοια άσκηση είναι και το «Disclaimer» στο Apple TV+, μια σειρά επτά επεισοδίων βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ρενέ Νάιτ, με την υπογραφή του βραβευμένου Μεξικανού auteur. Η υπόθεση ξετυλίγεται μέσα από το ψυχολογικό θρίλερ που βιώνει μια χαρακτηριστική εκπρόσωπος της upper middle class και θα τη φέρει αντιμέτωπη με ένα μυστικό του παρελθόντος της και την απειλή της ολοκληρωτικής διάλυσης και απώλειας των προνομίων της.
Η Catherine Ravenscroft (Κέιτ Μπλάνσετ) είναι μια επιτυχημένη δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστρια που τα έχει όλα: έναν ευτυχισμένο γάμο με τον αριστοκράτη Rob Ravenscroft (Σάσα Μπάρον Κοέν), άνετη ζωή, χρήματα, καριέρα, βραβεία, έναν εικοσιπεντάχρονο γιο, τον Nicolas (Κόντι Σμιτ-Μακφί) που λατρεύει με όλα τα προβλήματά του. Μέχρι που μια μέρα φτάνει στην πόρτα της μια αυτοέκδοση μυθιστορήματος με τον τίτλο «The Perfect Stranger» που φαίνεται να εμπνέεται από τα πραγματικά περιστατικά των διακοπών της πριν είκοσι χρόνια στην Ιταλία και την εκεί γνωριμία της με τον νεαρό Jonathan Brighstoke (Λούις Πάρτριτζ), που γυρίζει την Ευρώπη σε gap year. Στην πρώτη σελίδα μια εύγλωττη σημείωση: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι σύμπτωση».
Το βιβλίο, γραμμένο από τη μητέρα του Jonathan ο οποίος πέθανε σε θαλάσσιο ατύχημα σε εκείνες τις διακοπές σκιαγραφεί το πορτρέτο της Cahterine ως μοιραίας γυναίκας που οδήγησε τον Jonathan στον θάνατο και θα γίνει το όπλο στα χέρια του πατέρα του Steven Brighstoke (Κέβιν Κλάιν) o οποίος μετά τον θάνατο της συζύγου του Nancy (Λέσλι Μάνβιλ) θα επιδοθεί ως ιδιότυπος τιμωρός σε μια σταυροφορία κατά φαντασίαν δικαιοσύνης και εκδίκησης, με απώτερο σκοπό να πληρώσει την Catherine Ravenscroft με το ίδιο νόμισμα. Η γυναίκα που τα είχε όλα θα βρεθεί εγκλωβισμένη σε μια ασφυκτική ερμηνεία της ζωής της από κάποιον που δεν έχει γνωρίσει ποτέ να τα χάνει όλα ένα – ένα με την αλήθεια να κρύβεται πίσω από αυτό που φαίνεται σε ένα φιλμ με αμφιλεγόμενες φωτογραφίες μέχρι την τελευταία στιγμή και το τελευταίο επεισόδιο.
Ο Αλφόνσο Κουαρόνρίχνει γενναίες δόσεις του προσωπικού του κεφαλαίου στο στοίχημα της σειράς προσπαθώντας να παραδώσει αυτό που υπόσχεται: μια ταινία σε επτά μέρη που να διατηρεί στο ακέραιο τη μαγεία της κινηματογραφικής σχέσης έργου – θεατή. Κινείται προσεκτικά, με απαλές χορευτικές κινήσεις, γύρω από τους χαρακτήρες του, στρέφει τον φακό του με ακρίβεια στις background ιστορίες, σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμα και για το κείμενο που μπορεί να κρύβεται πίσω από την γάτα της Κέιτ Μπλάνσετ.
Δεξί του χέρι στην προσπάθεια ο μεγάλος αρτίστας Εμάνουελ Λουμπέζκι που από το τιμόνι του executive producer και του διευθυντή φωτογραφίας δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, παραδίδοντας κάδρα άρτιας ατμόσφαιρας που ισοδυναμούν με τουλάχιστον χίλιες λέξεις και θα κοσμούσαν οποιαδήποτε τηλεοπτική σειρά ακόμα μεγαλύτερου βεληνεκούς. Δυστυχώς όμως, για τις καλλιτεχνικές προθέσεις αυτού του all-star team σελίδες του μηνύματος πέφτουν στο κενό μεταξύ επεισοδίων ενώ οι παγίδες των τηλεοπτικών απαιτήσεων αποδεικνύονται ικανές να βάλουν δύσκολα ακόμα και στους καλύτερους γνώστες της κινηματογραφικής ισορροπίας. Κρίσιμοι χρόνοι χάνονται, ιστορίες τεντώνουν περισσότερο απ’ όσο πρέπει, αχρείαστα κλισέ βάζουν σε κίνδυνο την συνολική ποιότητα της σειράς, στρατηγικές αφηγηματικές επιλογές φλερτάρουν έντονα με το λάθος.
Η Κέιτ Μπλάνσετ με φόρα από σπουδαίες ερμηνείες τα τελευταία χρόνια τόσο σε τηλεόραση όσο και κινηματογράφο (βλέπε ιδίως «Mrs. America» και «Tar») εισφέρει πρόθυμα την ξεχωριστή της ποιότητα η οποία της επιτρέπει να νοηματοδοτεί τον κενό χώρο και μόνο με την ύπαρξή της σε αυτόν. Ωστόσο αυτή τη φορά δεν καταφέρνει να την πάει και πολύ μακριά από μια μακρινή συγγενή της Blue Jasmine εκδοχής της. Από την άλλη πλευρά ο Κέβιν Κλάιν σαρώνει τα πάντα σε στην τέλεια ερμηνεία ενός χήρου, πρώην ταλαντούχου φιλολόγου που ακροβατεί μεταξύ ενός ιδιοσυγκρασιακού τρόπου βίωσης της απώλειας και του σχεδόν παρανοϊκού σχεδίου του για προσωπική εκδίκηση.
Στο τελευταίο επεισόδιο σώζονται πολλά αλλά όχι όλα. Το αποτύπωμα της σειράς μένει μετέωρο και αμφιλεγόμενο όπως η αποτελεσματικότητα του νέο-φεμινιστικού σχολίου που θα υπογράφει με μεγάλα γράμματα ο χαρακτήρας που υποδύεται η Κέιτ Μπλάνσετ. Τα mixed feelings που προκαλεί το «Disclaimer» φαίνονται και στην υποδοχή του από κοινό και κριτικούς. Πέντε και τέσσερα αστεράκια από τους ανώνυμους κριτικούς της διπλανής πόρτας που απολαμβάνουν το peak time streaming και σειρές όπως το «Big Little Lies» και αρκετά απαξιωτικές κριτικές από μεγάλη μερίδα του «μεγάλου» Τύπου. Η αλήθεια, όπως συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση και συνοψίζεται στο εξής: Το «Disclaimer» είναι εθιστικό αλλά κουράζει εύκολα.
Βέβαια μετά ξαναγίνεται εθιστικό γιατί ο θεατής θέλει να μάθει τι γίνεται παρακάτω μέχρι να ξανακουραστεί από την έντεχνη προσπάθεια αναγωγής του βασικού σε κάτι περισσότερο. Και πάει κάπως έτσι μέχρι το τέλος σε μια χορογραφία που κατά μία έννοια είναι κομμένη και ραμμένη για την mainstream πλευρά της εποχής του streaming. Παρά το επιτελείο μεγάλων αστέρων και πολλών Όσκαρ το «Disclaimer» κάνει χαμηλές πτήσεις στην λίστα με τις σειρές της χρονιάς, αρκούμενο σε μια άσκηση χρυσής μετριότητας. Και σε μια εποχή που δεν μας αφήνει χώρο και χρόνο μνήμης για πολλά αξιόλογα πράγματα η μετριότητα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.