Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Wolfs: Τζορτζ Κλούνι και Μπραντ Πιτ ξαναβρίσκονται μπροστά στις κάμερες μετά από 16 χρόνια
Οι δυο τους συνάδουν με γούστο και άνεση στο «Wolfs», παίζοντας στα δάχτυλα την έννοια της κινηματογραφικής χημείας.
ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ, ΟΠΩΣ τόνισε και ο Τζορτζ Κλούνι εκ μέρους και του Μπραντ Πιτ στη συνέντευξη Tύπου στο Φεστιβάλ Βενετίας, που δυο από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά ονόματα των τελευταίων τριών δεκαετιών θα περιοριστούν σε κατ’ οίκον θέαση, με προγραμματισμένη ημερομηνία drop στις 27 Σεπτεμβρίου, αφού το «Wolfs» θα προβληθεί αποκλειστικά σε πλατφόρμα: η παραγωγός εταιρεία AppleTv έκρινε πως μια τόσο ακριβή παραγωγή, σε αντίθεση με την περσινή παγκόσμια επιτυχία του Μάρτιν Σκορσέζε, θα ενισχύσει τα clicks αντί να κάψει έστω και λίγη από την αρχική δυναμική της στις αίθουσες.
Το «Wolfs», γραμμένο έτσι ώστε οι δυο λύκοι του τίτλου να μη σχηματίζουν ομαλό πληθυντικό αλλά μια ανορθόγραφη δυάδα (ένας συν ένας fixer/εκτελεστής του υποκόσμου για τις βρόμικες δουλειές που δεν θέλει και εν τέλει δεν μπορεί να δουλέψει συνεργατικά), είναι ωστόσο καθαρόαιμο σινεμά, βγαλμένο από τη γραμματική του Φίντσερ και το συντακτικό του Σόντερμπεργκ.
Το «Wolfs» έχει διάλογο και δράση, καταδιώξεις και πυροβολισμούς, παρεξηγήσεις και τις πνευματώδεις, σχεδόν screwball λεκτικές ανταλλαγές που περιμένουμε από τους παλιόφιλους, οι οποίοι ξαναβρίσκονται μπροστά στις κάμερες μετά από 16 χρόνια.
Φανταστείτε έναν Μάικλ Κλέιτον/Τζορτζ Κλούνι χωρίς το νομικό κοστούμι, που ανταποκρίνεται αστραπιαία σε ένα επείγον τηλεφώνημα από «μιλημένη» ευυπόληπτη κυρία στο μέσον της νύχτας, για να μαζέψει έναν νέο άνδρα που μάλλον είναι νεκρός ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά σε δωμάτιο ξενοδοχείου, κι εκεί που ετοιμάζει τις σακούλες, τις ταινίες και τα λοιπά σύνεργα της δουλειάς, εμφανίζεται ως διά μαγείας ένας συνάδελφός του, από την πλευρά της διεύθυνσης, που παρακολουθεί τα πάντα από εσωτερικές κάμερες, και αναγκαστικά τον επιβλέπει, αφού με το ζόρι συμφωνούν να συνεννοηθούν εκ μέρους των διαφορετικών πελατών τους για να ολοκληρωθεί η διαδικασία περισυλλογής.
Αν και τα ονόματα σε τέτοια επαγγέλματα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, ο Τζακ και ο ελαφρώς νεότερός του Νικ γίνονται απρόθυμοι συνεταίροι σε μια παράξενη ιστορία που κρύβει, λίγο πριν αφήσουν τον χώρο του υποτιθέμενου εγκλήματος, μια τσάντα με ναρκωτικά, γνωρίζοντας πως αν δεν παραδοθούν στον σωστό παραλήπτη, θα έχουν εκείνοι πρόβλημα, μεγαλύτερο από τον πιτσιρικά (καλός ο Όστιν Έιμπρααμς) που τσουβαλιάζουν και που, ως εκ δραματουργικού θαύματος, συνέρχεται και προσπαθεί να τους εξηγήσει πώς βρέθηκαν τα απαγορευμένα πακέτα στην κατοχή του και πού έχει υποσχεθεί να τα αφήσει.
Το «Wolfs» έχει διάλογο και δράση, καταδιώξεις και πυροβολισμούς, παρεξηγήσεις και τις πνευματώδεις, σχεδόν screwball λεκτικές ανταλλαγές που περιμένουμε από τους παλιόφιλους, οι οποίοι ξαναβρίσκονται μπροστά στις κάμερες μετά από 16 χρόνια. Ο Τζον Γουάτς, που έχει σκηνοθετήσει τη νέα τριλογία του «Spider-Man», δεν δίνει βάση μόνο στο χιούμορ, αλλά και στη σταδιακή γνωριμία των χαρακτήρων και την ανάλογη ταύτισή τους μέσα από τα στοιχεία που οφείλουν να ανακαλύψουν κρυπτικά, μόνοι τους, υπολογίζοντας γρήγορα και επιτακτικά, αφού κινδυνεύουν συχνά και κανείς δεν τους λέει τι έχει συμβεί, συνδυάζοντας τη χωριστή πείρα τους και συνδέοντας τις κουκίδες του υποκόσμου στον οποίο κινούνται τόσο καιρό.
Το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό, σαφώς λιγότερο ασκητικό από το περσινό «Killer» που είδαμε πάλι εδώ στη Βενετία, πιο νευρώδες από το στατικό fun που υπόσχεται η αρχή του, σαν η «Συμμορία των 11» να αυτονομείται σε ένα παράξενο και πιο σκοτεινό spin-off και να συναντά την οργανική συνωμοτικότητα των «Δυο Ληστών» του Χιλ, ειδικά σε μια χαρακτηριστική σκηνή, φόρο τιμής στους Butch Cassidy και Sundance Kid, ως άλλοι Νιούμαν και Ρέντφορντ – άλλωστε ο Μπραντ Πιτ έχει θητεύσει στο άτυπο σεμινάριο του ξανθού πατριάρχη της χαλαρής υποκριτικής.
Ο Αμερικανοί σταρ παίζουν με τους κώδικες της κωμικής δράσης χωρίς να παραδίδονται εύκολα στην πλάκα ή τη σκέτη περιπέτεια, παραχωρούν έξυπνα και αόρατα ο ένας στον άλλο τον ρόλο του πρωταγωνιστή, εφαρμόζουν υποδειγματικά την αναμφισβήτητη χημεία που δένει τις ξεχωριστές, εγνωσμένες ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις, και υπονοούν δυο άνδρες μοναχικούς και ζεστούς, κάτω από τη δύσπιστη απροθυμία και τον επαγγελματικό μισανθρωπισμό τους.
Πηγή: https://www.lifo.gr