Skip to main content
Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία και την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού»
Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία και την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού»
Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία και την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού»
Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία και την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού»
25 Μαρτίου 2010

Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία και την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού»

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, από Κεφαλονίτες γονείς το 1910. Εκτός από τον τόπο που γεννήθηκε έζησε ένα μικρό διάστημα στην Κεφαλονιά και στον Πειραιά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του όμως το πέρασε μέσα στα καράβια ως ασυρματιστής, όπου και βίωσε τις εμπειρίες στις οποίες αναφέρεται στα ποιήματά του. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τίτλο «Μαραμπού»το 1933 και «Πούσι»το 1947, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Με αυτές τις ποιητικές συλλογές έγινε γνωστός και αγαπητός, ενώ εξέδωσε και το πεζογράφημα «Βάρδια» το 1954. Η τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τραβέρσο» έμεινε ημιτελής, αφού δεν πρόλαβε να εκδοθεί πριν το θάνατό του το 1975. Ο ποιητής έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ πολλά ποιήματά του όπως ο Willy ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί και το μαχαίρι μελοποιήθηκαν και έγιναν επιτυχίες από σύγχρονους τραγουδιστές. Προς τιμή του μέχρι πρόσφατα διεξαγόταν στο Αργοστόλι και το Ληξούρι ετήσιο διεθνές φεστιβάλ με τη συμμετοχή δεκάδων ελληνικών και ξένων χορωδιών, διάρκειας πλέον των δεκαπέντε ημερών. Το σπίτι του βρίσκεται ως μουσείο στο βόρειο μέρος του νησιού, στο Φισκάρδο.

Μετά από αναζήτηση στο διαδίκτυο συλλέξαμε και σας παρουσιάζουμε ένα μικρό μέρος της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού» που είναι η ποιο γνωστή και αυτή που έκανε διάσιμο και άφησε στην ιστορία το όνομα του Νίκου Καββαδία. Σας το παραθέτουμε ως μια μικρή αναφορά στον σπουδαίο συμπατριώτη μας που δημιούργησε ένα μοναδικό ποιητικό είδος και ενέπνευσε έναν ολόκληρο λαό μέσα από τις εμπειρίες τις ζωής του ως ναυτικός. Μαζί με μικρά τμήματα από άλλες ποιητικές συλλογές που επίσης παρατίθενται σας καλούμε σε αυτό το μαγευτικό ταξίδι…

Οι προσευχές των ναυτικών
στο Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών»…
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Καφάρ
Στο Γιώργο Παπά

Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να ‘χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι τι ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν’ ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.
Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty. 

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τα ‘χουν νοθέψει.

Πούσι
Στην Ελένη Χαλκιούση

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
– το καραβοφάναρο χαμένο –
κ’ έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μη κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ’ είν’ αλάργα τόσο η Τορπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ,
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Cambay’s water
Στον Π.Π.Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένo
Πάτερ ημών κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρυ,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ‘ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που είπες με θυμό: «θα βγω άλλη μέρα»…

Τη νύχτα σου ‘πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : «Φάλτσο η πορεία»…

Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!…
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ’ αγιάζι.
Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι. 

Καραντί
Στο κορίτσι από το Βόλο

Μπάσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τα ‘χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κίτρινη- σημάδι του νερού.
Φούντο τις δύο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού.

Το καταντί… Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντα και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ.

Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.

Σταυρός του Νότου
στο Γιώργο Θεοτοκά

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη,
γύρισες και μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου ‘πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
«Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά».

Άλλοτε απ’ τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.

Mουσώνας

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος σ’ τα ‘πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.

Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα ‘δινα – «Πάψε, Σεβάχ» – για να ‘μουνα παιδί!

Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και ‘μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.

Ινδικός Ωκεανός 1951

GUEVARA
στον Θ. Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού:  «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το ‘λεγε, ποιος το ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει;
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.)
απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Θεσσαλονίκη ΙΙ
στη Μυρτώ Κουμβακάλη

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου γινες μορτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
– της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι –
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που ‘φερνα μου το ‘κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο – μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει –
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να ‘ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Πικρία

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου ‘δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «σε πονάει με τη νοτιά;» – Όχι, απ’ αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που ‘χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ’ αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

Νανούρισμα για μωρά και για γέρους

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.

Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,

το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.

Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,

μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.

Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ’ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.

Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.

Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.

Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.

Όμως βρέθηκε στ’ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσκοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.

Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.

Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.

Το ‘σκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιός σε μια κασόνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
”Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια το βασιλιά!”
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.

ΑΘΗΝΑ 1943

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.

Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω» 
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί «Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ (βαλ’ το σιγά) «Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη , κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Α. Ταπεινός (Ν. Καββαδίας) Δεκέμβρης 1943

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα ‘κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτείτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
-Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κ’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μια γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, Κέδρος 1982
(πρώτη έκδοση, Περιοδικό «Ο Κύκλος» 1933)

ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικον ατσάλινο μαχαίρι
— όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες —
που από ένα γέρον έμπορο τ’ αγόρασα στ’ Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να ‘τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια :

«Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το ‘χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το ‘χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν’ αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
— Πόσο έχει; — Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ’ το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ’ έκανε και το ‘καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στο κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…

KURO SIWO

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ιντίας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Περ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού ‘πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ’ στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ’ έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ’ εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

MAL DU DEPART

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά :
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . .»

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

A BORD DE L’ «ASPASIA»

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ’ ότι σούλεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.

Κάποια βαρδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
«Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!»

Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ’ εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω: πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω.

  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU

ΑΡΧΕΙΟ

Ακόμη ένα Σαββατόβραδο γέμισε το My Way από κόσμο γεμάτο κέφι και τρελή διάθεση για χορό! Ρίξτε μ…
Στην εκδήλωση που θα πραγματοποιήσει το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020 και ώρα 19:00 στην αίθουσα…
γράφει ο Σωτ. Γαλανός Τα ακόλουθα λόγια της γραφή μου ας είναι από καρδιάς για τον αγαπητό μας σ’…
Ο Α.Σ. Κεφαλονιά μπορεί να περηφανεύεται για άλλη μια χρονιά για την πρόοδο των αναπτυξιακών…
Σε κλίμα ευφρόσυνο, με πολλά παραδοσιακά κεράσματα και ευχές, πραγματοποιήθηκε , 29 Δεκέμβρη…
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

27 Ιουλίου 2024
Ξεκίνησε σήμερα η πρώτη μέρα του Τουρνουά Beachvolley K22 Finals 2024 στην παραλία του Άη Χέλη. …
27 Ιουλίου 2024
Πραγματοποιήθηκε σήμερα Παρασκευή 26 Ιουλίου και ώρα 21.00, στα Μεταξάτα η εκδήλωση για τα 200 …
26 Ιουλίου 2024
Παρευρεθήκαμε σήμερα στη διατομική έκθεση “Υποθαλάσσιες πολυμορφίες” / “Underwaterdiversities” …
26 Ιουλίου 2024
Με ομιλία από τον Διονύση Γαρμπή και χορούς από τον Καλλιτεχνικο-Χορευτικό Σύλλογο Φραγκάτων «Ο …
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ανακαλύψτε το Μέλλον της Μετακίνησης στην Νippy eco mobility
17 Ιουλίου 2024
Eίναι το νέο σημείο αναφοράς για e-bikes, e-scooters και αξεσουάρ, την οδό Σουηδίας 125. Εκεί θα…
«Τρυπώσαμε» στις πρόβες της θεατρικής παράστασης «Το θεριό του ταύρου»
11 Ιουλίου 2024
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» Σάββατο 13 & Κυριακή 14 Ιουλίου και ώρα 21:00, σ…
«Παραδοσιακό Μαγειριό» η νέα επιχείρηση στην οδό Σιτεμπόρων στο Αργοστόλι
8 Ιουλίου 2024
Το νέο παραδοσιακό μαγειρείο στην οδό Σιτεμπόρων Αργοστόλι άνοιξε και σας περιμένει! Μια νέα …
Tzannatos Jewellers Corner : Το νέο κόσμημα του Λιθοστρώτου
21 Ιουνίου 2024
Ο στόχος μας πάντα είναι να προσφέρουμε ποιοτικά, διαχρονικά αλλά και μοντέρνα σχέδια για την το…
  • YOU
  • YOU
  • YOU
  • YOU