Στα μαύρα χρόνια της κατοχής είχε διοριστεί δάσκαλος σε ένα σχολείο του ορεινού αυτού χωριού της Πυλάρου Κεφαλονιάς ένας νεαρός, χλωμός με μαύρα μαλλιά και με τρύπιο μπαλωμένο παντελόνι προερχόμενος από τη μεγάλη στεριά. Στο τέλος του μαθήματος κοίταζε με λαχτάρα τα λιγοστά εύρωστα παιδιά, αυτά που στα μάγουλά τους διαγραφόταν το ροζ χρώμα του φαγητού, συνήθως παιδιά βοσκών ή ακόμη και χειρωνακτών αγροτών. Τα έπαιρνε κατά μέρος και τους ζητούσε να πουν στους γονείς τους να του στείλουν, ένα κομμάτι ψωμί, μια κούπα γάλα, έστω και λαχανόζουμο.
Ζητούσε να έχει δύναμη να συνεχίζει να διδάσκει από την πασα Ύλη, την ιστορία των προγόνων, μα και τη Γεωγραφία του Βελουχιστάν.
Το σκηνικό μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, ενασχόληση με τα γράμματα, τα έβανε το ένα πίσω από το άλλο χαιρόταν να τα βλέπει στη γραμμή τα καμάρωνε, η ευτυχία του έπαιρναν σάρκα και οστά, τώρα θα μπορούσε να διδάξει, αλλά δεν υπήρχαν μαθητές, κανένας δεν του έδινε σημασία. Ήταν όμως ικανοποιημένος με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι είχε βρει το Νιρβάνα του, πίστευε ότι ο άνθρωπος γεννιέται, δεν φτιάχνεται. Οι άλλοι στρώθηκαν στην δουλειά, που καιρός για γράμματα, άνοιξαν επιχειρήσεις, έκαναν λεφτά, γεύτηκαν την πολυτέλεια, την αφθονία, έχτισαν εκκλησίες, έκανα φεστιβάλ, ανάλαβαν ενοριακοί επίτροποι, έκανα λιτανείες, ζαλισμένοι από ευωδιά του λιβανιού με οδηγούς ιερείς πετούν στα ουράνια.
Τα χιόνια ήρθαν στα μαλλιά, κάθε μέρα που περνούσε ανακάλυπτε καινούριους ορίζοντες στο διάβασμα, καινούριες εμπνεύσεις γραφής. Η ικανοποίηση της ευτυχίας, της ύπαρξής του μέσα από τον γραπτό λόγο.
Οι άλλοι τον κοιτούν από πέρα χορτάτοι, μπουχτισμένοι από τα περιττά, μπερδεμένοι μέσα σε πιστωτικούς πλαστικούς λαβύρινθους κάνοντας μετοχικούς λογαριασμούς, ανάβοντας κεριά σε αμμώδη κηροπήγια, γονυπετώντας μπρος σε ζωγραφιστές υπερδυνάμεις, κάνοντας λιτανείες με παντόφλες Αγίου.
Κοιτούν και αναφωνούν! Βρε τον φουκαρά, τι κρίμα! δεν πρόκοψε!!!
Κείμενα – Παρουσίαση: Γαβριήλ Παναγιωσούλης