Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Τρεις ιστορίες από την εποχή των αφεντάδων
Αριστερά τού δρόμου από τον Ασπρογέρακα προς τις Φανιές διακρίνει κανείς δίπλα στο εκκλησάκι της Βαγγελίστρας κρυμμένα μέσα στα πουρνάρια και τις βαλανιδιές τα ερείπια από ένα μεγάλο κτίσμα. Δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου σεισμού όπως εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, απλά το χτίσιμο τού παλατιού όπως αναφέρεται από τούς ντόπιους δεν τέλειωσε ποτέ.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση κατά τη διάρκεια του κτισίματος ο αφέντης ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο τού τοίχου ή κατ΄ άλλους αφού το κτίσιμο των τοίχων τελείωσε ανέβηκε για να κρεμάσει όπως ήταν το έθιμο το δώρο τού αρχιμάστορα.
Άσχετα με την αιτία που ανέβηκε, από το ύψος του πύργου βλέποντας την κοιλάδα της Φουκαλίδας να απλώνεται μπροστά του ευχήθηκε επικαλούμενος την γειτόνισσα του:
Κάμε Βαγγελίστρα μου ότι βλέπω να γένη δικό μου
Κάποιος απ’ τους χτίστες ακούγοντας την ανίερη ευχή ψιθύρισε αυθόρμητα:
Μπα που να μη φτάσεις να κατεβείς ανεχόρταε
Από τις δύο ευχές η μια εισακούστηκε και το χτίσιμο του παλατιού δεν τέλειωσε ποτέ.
————————————
Αριστερά του κάποτε πλακόστρωτου δρόμου από την Κoρωνή προς του Κουρνέλου βρίσκεται λίγο μετά την εκκλησία της Παναγίας στο Βράχο πεσμένη μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα Όπως μου αφηγήθηκαν η πέτρα χρησίμευε σαν τραπέζιi όπου γύρω της συναζόταν το αρχοντολόι τα καλοκαιριάτικα δειλινά.
Έθιμο και νόμος απαράβατος οι χωρικοί πού περνούσαν να βγάνουνε τη σκούφια τους να τη βάνουνε κάτου από την αμασκάλη και να προσκυνάνε: προσκυνώ αφεντάδες.
Οι παραβάτες του νόμου θα λογαριάζονταν την επομένη με τους μπράβους των αφεντάδων.
————————————-
Ιστορία τρίτη όπως την άκουσα από τον μπάρμπα Νικόλα Σεριάτο αυτόπτη μάρτυρα.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων μία από τις λίγες φορές το χρόνο πού το καφενείο μπακάλικο διέθετε βοδινό κρέας.
Φαίνεται πως η σταφίδα εκείνη τη χρονιά ήταν καλή γιατί στο χέρι του Κoρωνισιάνου της ιστορίας μας βρέθηκε ένα από τά μεγαλύτερα χαρτονομίσματα της εποχής, πιθανότατα και το μοναδικό πού διέθετε και με το οποίο θέλησε να πλερώση το ψώνι του για τη Χριστουγεννιάτικη σούπα.
Ένας από τους αφέντες πού βρισκόταν στο καφενείο εκείνη την ώρα θεώρησε προσβλητικό το ότι στα χέρια του χωρικού βρέθηκε τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα και επήρε το ραβδί του και εβγήκε από το μαγαζί φωνάζοντας ε.. ε, επέρασε η εποχή των αφεντάδων.
Είχε δίκιο ευτυχώς.
captababis@hotmail.com