Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Η μάνα – (ο ταξιτζής που την αφηγήθηκε ήταν Κεφαλονίτης)
Ένας πιτσιρικάς ξανθός, λούστρος γιος γυναίκας του λιμανιού και σκανδιναβού ναυτικού, παιδάκι της πιάτσας (των φαναριών) άνοιξε την πόρτα του ταξί μου, μπήκε και στρογγυλοκάθισε δίπλα μου, πάμε είπε απλά υπάρχει αγώι.
… Οδήγησα τη μάνα του παιδιού στο σπίτι του γιατρού, σε μια συνοικία που μένουν οι έχοντες και κατέχοντες. Η μάνα χτύπησε την πόρτα, μετά άρχισε να φωνάζει γιατρέ, έ γιατρέεεε, η υπηρέτρια χολωμένη που της χάλασαν την ησυχία βγήκε στο μπαλκόνι και είπε. Τι φωνάζεις δε βλέπεις ότι δεν είναι κανένας μέσα, πάει για ψάρεμα, άντε φύγε από εδώ μεσημεριάτικα, κι έκλεισε την πόρτα με τέτοια δύναμη ώστε ακούστηκε σαν πιστολιά. Η μάνα τρόμαξε νόμισε ότι της έριξαν, έπεσε καταγής να προφυλαχθεί, πάντοτε φοβόταν τις συνοικίες των πλούσιων… Ξανά στο νοσοκομείο χτυπά να της ανοίξουν, στην είσοδο, μια καλόγρια με πεταλούδας σχήματος καπέλο της λέει, δεν είναι ανάγκη για γιατρό το παιδί σου πέθανε. Το έχουν βάλει στο Αμφιθέατρο στο διπλανό κτίριο, θα πρέπει να το πάρεις από εκεί το συντομότερο. Η μάνα έπεσε κάτω, το λουστράκι την βοήθησε και την έβαλε ξανά στο ταξί. Πάμε στην αγορά να βρούμε τους χωριανούς μου να με βοηθήσουν, να το μεταφέρουμε στο χωριό και να τους έχω και μάρτυρες στον άνδρα μου, ότι δεν φταίω εγώ που πέθανε το παιδί μας. Ο ένας πούλαγε καθρεφτάκια, ο άλλος τηγανιτά ψάρια και ο τρίτος έκανε τον παπατζή.
Έβαλαν τα πανέρια τους στο πορτμπαγκάζ, ο παπατζής συνόδευε τη μάνα στο γραφείο, υπόγραψε κυρά μου, μα δεν ξέρω, τότε ας υπογράψει ο πατέρας, μα αυτός δεν είναι ο πατέρας… Πήγαν στο Αμφιθέατρο, τους παρέδωσαν ένα παιδικό φέρετρο άσπρο, ο παπατζής το έβαλε στο ώμο, άνοιξα το πορτμπαγκάζ, παραμέρισα τα πανέρια με τα καθρεφτάκια, τα τηγανιτά ψάρια, έβαλα το φέρετρο στη μέση, και ξεκίνησα για ένα χωριό στο μέσον του πουθενά. Στο μπροστινό κάθισμα η μάνα και ο λούστρος, στο πίσω οι τρεις χωριανοί, αν ερχόταν ο γιατρός έκλαιγε η μάνα, αν είχαμε λεφτά απάντησε ο με τους καθρέφτες, ήταν θέλημα Θεού είπε ο με τα ψάρια, θα σας πω εγώ από τι πέθανε είπε ο Παπατζής. Ανακάτεψε την τράπουλα τράβα ένα είπε της μάνας βγήκε ο άσσος μπαστούνι. Ααα! Το χαρτί του θανάτου, ξεφώνιζαν όλοι μαζί, άρα ήταν θέλημα θεού. Ο ξανθός λούστρος τους κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, φοβήθηκε για τα τόσα που ήξεραν, ίσως να ήταν και μικροί θεοί. Εγώ έρχομαι μαζί για να φάω και να πιω στο ξενύχτι, μου είπε. Τον τσίμπησα να σωπάσει…
Κάποτε φτάσαμε στο χωριό ένας ανηφορικός δρόμος στο μέσον του πουθενά. Αμέσως μαζεύτηκαν γειτόνισσες, άρχισαν τα ψαλτικά μοιρολόγια, κουνώντας τα κομποσκοίνια τους, άναψαν καντήλια στο υψωματάκι έσκαψαν μια μαύρη τρύπα, εκεί θα το έθαβαν. Η μάνα με πλησίασε, μια χάρη σου ζητώ, όπως βλέπεις εδώ δεν έχουμε ούτε παπά, ούτε εκκλησία, δεν ξέρω αν στο παιδί μου θα του ανοίξει την πόρτα του παραδείσου ο Άγιος Πέτρος.
Όταν γυρίσετε στην πολιτεία να πας σε μια εκκλησία και να προσευχηθείς στα αγάλματα αγίων, στις εικόνες, να παρακαλέσεις τον εφημέριο να μεσολαβήσει να πάει το παιδί μου στον παράδεισο.
Της το υποσχέθηκα, ήρθε και με φίλησε, με έβρεξε με τα δάκρυά της, μούσκεψαν τα μάτια μου, ένιωσα την αρμύρα τους, τον πόνο της μάνας. Σαν αγκάθι μπήκε μέσα μου η θύμηση των ψεύτικων δακρύων της μοιρολογίστρας στο χωριό μου στην Πύλαρο όταν ήμουν μικρός. Έδιωξα τη θύμηση, δεν υπήρχε σύγκριση. Την άλλη μέρα πραγματοποίησα την υπόσχεσή μου, πήρα παρέα και το κορίτσι μου. Μπήκαμε με ευλάβεια στην εκκλησία, βρέξαμε τα δάχτυλά μας σε μια γούρνα με νερό, που ήταν στα δεξιά μας, κάναμε το σημείο του σταυρού, προχωρήσαμε και καθίσαμε στα στασίδια, στο τέλος της λειτουργίας, με μιας αν και λιακάδα άρχισε να βρέχει σημάδι ότι ο Θεός είχε ακούσει την προσευχή της μάνας.
Κείμενο: Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Μπρονξ ΝΥ